- σπολάδα
- η / σπολάς, -άδος, ΝΑνεοελλ.είδος θώρακα από χοντρό λινό ή λεπτό δέρμα για αυτούς που ασκούνται στην ξιφασκίααρχ.δερμάτινο ιμάτιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. έχει σχηματιστεί με επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. δορκ-άς), πιθ. μέσω αμάρτυρων *σπόλος / *σπολή και συνδέεται με τους τ. που παραδίδει ο Ησύχ. σπόλια, ἄσπαλον, τον θεσσαλ. τ. σπόλος «πάσσαλος» και τη λ. σπάλαξ/ ἀσπάλαξ «τυφλοπόντικας». Αμφίβολη φαίνεται η αναγωγή τών τύπων σε ΙΕ ρίζα *sp(h)el- «σχίζω, ανοίγω, γδέρνω» (βλ. και λ. ασπάλακας, σφάλλω). Εκτός τής Ελληνικής, η λ. σπολάς συνδέεται με τα λατ. spolia «δορά, δέρμα», λιθουαν. spalis, spaliai «λείψανο», γερμ. spalten «σχίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.